Εξόχως θετικός χαρακτηρίζεται για τις ελληνικές τράπεζες ο απολογισμός από το τριήμερο European Financials Conference της Goldman Sachs στο Παρίσι που ολοκληρώνεται σήμερα, με τους επενδυτές να εκφράζουν ανοιχτά την αισιοδοξία τους για τις προοπτικές του κλάδου και της χώρας, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον τους σε μία σειρά από ζητήματα.
Σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, ψηλά στην ατζέντα των συζητήσεων με τους επικεφαλής των Eurobank, Alpha Bank, Τράπεζας Πειραιώς και Εθνικής Τράπεζας βρέθηκε, όπως, άλλωστε, αναμενόταν, η πολιτική κατάσταση στη χώρα, ενόψει και της νέας εκλογικής αναμέτρησης της 25ης Ιουνίου. Πιο αναλυτικά, οι επενδυτές ζητούσαν να μάθουν από τους τραπεζίτες ποιες είναι οι προσδοκίες τους από τη νέα κυβέρνηση και κυρίως εάν εκτιμούν πως αυτή θα συνεχίσει την ίδια, φιλική προς τις επενδύσεις, πολιτική. Υπενθυμίζεται πως η πολιτική σταθερότητα αποτελεί «κλειδί» για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, γεγονός που θα επιτρέψει στους επενδυτές, οι οποίοι σήμερα δεσμεύονται από το καταστατικό τους (βλ. συνταξιοδοτικά ταμεία) να τοποθετηθούν στην Ελλάδα.
Το δεύτερο μεγάλο θέμα που φέρεται να απασχολεί τους επενδυτές είναι η απόδοση κεφαλαίων και συνεπακόλουθα ο σχεδιασμός των τραπεζών για τη διανομή μερίσματος.
Τα «κόκκινα» δάνεια – παλαιά, αλλά κυρίως νέα – δεν θα πάψουν ποτέ να μονοπωλούν το ενδιαφέρον, με τους επενδυτές να επικεντρώνονται στις εκτιμήσεις των τραπεζιτών προς αυτή την κατεύθυνση. Όπως είχε γράψει το newmoney, τους πρώτους μήνες του 2023 οι τέσσερις συστημικοί Όμιλοι διέθεταν μόλις 9,1 δισ. ευρώ «κόκκινα» δάνεια (τρία δισ. ευρώ η Alpha Bank, 2,4 δισ. ευρώ η Τράπεζα Πειραιώς, 2,1 δισ. ευρώ η Eurobank και 1,6 δισ. ευρώ η Εθνική Τράπεζα), στοχεύοντας σε περαιτέρω μείωσή τους πέριξ των έξι δισ. ευρώ έως το 2025. Αναφορικά με τις νέες εισροές, οι τραπεζίτες συνεχίζουν να επιμένουν πως αυτές είναι διαχειρίσιμες, αν και οι ίδιοι αυξάνουν – σε ορισμένες περιπτώσεις – τις προβλέψεις. Ο Ενρία, πάντως, αναφερόμενος σχετικά σχολίασε πως ο αντίκτυπος στην ποιότητα του ενεργητικού από την αλλαγή στο περιβάλλον των επιτοκίων δεν έχει ακόμη φανεί, συστήνοντας στις τράπεζες «να μην παίρνουν τα μάτια τους από τη μπάλα και να παραμείνουν συγκεντρωμένες στη διαχείριση κινδύνου».
Την ίδια στιγμή, οι επενδυτές επέδειξαν ενδιαφέρον και για την αναβαλλόμενη φορολογία, η οποία εξακολουθεί να αποτελεί μεγάλο μέρος των κεφαλαίων των τραπεζών. Συγκεκριμένα, αντιπροσωπεύει το 69,5% του βασικού κεφαλαιακού δείκτη των συστημικών τραπεζών όταν στην Ευρώπη ο αντίστοιχος μέσος όρος κυμαίνεται στο 10%. Με την επίτευξη κερδοφορίας, ωστόσο, οι τράπεζες μπορούν να αποσβέσουν μέρος αυτού, με την Alpha Bank να έχει ήδη ανακοινώσει τη μετατροπή, ύψους 400 εκατ. ευρώ, αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTA).
Τέλος, εκτός ατζέντας δεν θα μπορούσαν να μείνουν οι εκδόσεις των τραπεζών, στο πλαίσιο κάλυψης των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL). Με εξαίρεση τη Eurobank, η οποία έχει ήδη πιάσει τον φετινό στόχο και άρα, μπορεί να περιμένει το κατάλληλο momentum, όλες οι υπόλοιπες θεωρείται βέβαιο πως θα βγουν στις αγορές, πιθανότατα μετά τις εκλογές. H πρόσφατη απόφαση της Τράπεζας Κύπρου δε, να προχωρήσει στην έκδοση ομολόγων ΑΤ1 (χαμηλής εξασφάλισης) για πρώτη φορά μετά την κατάρρευση της Credit Suisse ανοίγει τον δρόμο και για τις ελληνικές τράπεζες, προκειμένου να αξιοποιήσουν το επίμαχο εργαλείο.
«Μέχρι στιγμής δεν έχουμε δει πολλές εκδόσεις AT1. Βλέπουμε κάποιες τράπεζες να αρχίζουν να εξετάζουν τις επίμαχες εκδόσεις. Ελπίζω ότι οι επενδυτές κατανοούν ότι, αν και μερικές φορές υπάρχει η τάση να ομαδοποιούνται ευρωπαϊκές τράπεζες και ευρωπαϊκά μέσα σαν να ήταν τα ίδια, εντούτοις υπάρχουν διαφορές στην Ελβετία, την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ηνωμένο Βασίλειο και μερικές φορές αυτές πρέπει να εκτιμηθούν από τους επενδυτές», σχολίασε ο Αντρέα Ενρία, με αφορμή την απόφαση των Ελβετών να διαγράψουν τα επίμαχα ομόλογα, στο πλαίσιο της διάσωσης της Credit Suisse.